Αν και ο Ερντογάν έχει αποτύχει να αναδειχθεί σε ηγέτη του μουσουλμανικού κόσμου, όπως φιλοδοξούσε, παραμένει πιστός στο σχέδιό του η Τουρκία να εδραιωθεί ως μεγάλη περιφερειακή δύναμη και ομολογουμένως το υπηρετεί με συνέπεια και τόλμη. Για να αναδειχθεί, μάλιστα ο ίδιος σε εθνικό ηγέτη είχε συνείδηση πως δεν αρκούν η εκτεταμένη καταστολή και οι μαζικές εκκαθαρίσεις του κράτους από το κίνημα Γκιουλέν, τα δυτικά δίκτυα επιρροής και τους κάθε είδους αντιφρονούντες. Χρειαζόταν και ένα ιδεολογικό όχημα.

Για να συσπειρώσει γύρω του την κρατική γραφειοκρατία και κυρίως τους στρατιωτικούς, οι οποίοι έχουν δεχθεί ισχυρό πλήγμα από τον ίδιο, ο Τούρκος πρόεδρος, παραλλήλως με το νεοοθωμανισμό, παίζει δυνατά και το χαρτί του εθνικισμού-επεκτατισμού. Αυτό, άλλωστε, είναι ο πυρήνας της τουρκικής κρατικής ιδεολογίας και ως εκ τούτου ο κοινός παρονομαστής του τουρκικού πολιτικού συστήματος.
Με αυτό τον τρόπο και σ’ αυτή την ιδεολογική βάση προσελκύει και ενσωματώνει στο καθεστώς του και παραδοσιακούς κεμαλιστές αξιωματικούς και κρατικούς αξιωματούχους, υπό την προϋπόθεση πως αυτοί δεν είναι διαπλεκόμενοι με τη Δύση. Ειδικά όσοι κρατικοί αξιωματούχοι ερωτοτροπούσαν παραδοσιακά ή και αργότερα με τον ευρασιανισμό είναι κάτι περισσότερο από ευπρόσδεκτοι στο καθεστώς.