
Με το τεράστιο μέγεθός της, η Αίγυπτος είναι ο de facto ηγέτης του Αραβικού Κόσμου και ως εκ τούτου θεωρείται και από τις άλλες αραβικές χώρες ότι έχει βασικό ρόλο στις κοινές υποθέσεις. Μετά από χρόνια ολιγωρίας, υπάρχουν ενδείξεις ότι οι αιγυπτιακές ένοπλες δυνάμεις είναι αποφασισμένες να καλύψουν το τεχνολογικό χάσμα που τις χωρίζει από τους περιφερειακούς αντιπάλους τους, μεταξύ των οποίων δεσπόζει η Τουρκία.
Η Αίγυπτος έχει δυόμισι φορές περισσότερο πληθυσμό από την επόμενη πιο πολυπληθή αραβική χώρα, την Αλγερία και μεγαλύτερο από το άθροισμα του πληθυσμού Σαουδικής Αραβίας, Ιράκ, Ιορδανίας και Συρίας. Με ΑΕΠ 330 δισ. δολάρια, η αιγυπτιακή οικονομία είναι δεύτερη μετά από το ΑΕΠ 620 δισ. δολαρίων της Σαουδικής Αραβίας. Λογικά, λοιπόν, ο αιγυπτιακός στρατός θεωρείται ιστορικά ο ισχυρότερος μεταξύ των αραβικών χωρών από την επανάσταση του 1952.
Από τότε και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970 η Αίγυπτος ήταν σταθερά στην ηγεσία των συνασπισμών εναντίον του Ισραήλ. Ο αραβο-ισραηλινός πόλεμος του 1973, έφερε ένα φυσικό τέλος στην κούρσα εξοπλισμών της Αιγύπτου, που επιστεγάστηκε με τις Συμφωνίες Camp David και την διμερή Συνθήκη Ειρήνης. Μετά την ανατροπή του καθεστώτος Καντάφι, η Αίγυπτος έκανε τακτικού επιπέδου παρεμβάσεις στη Λιβύη για να διαμορφώσει το αποτέλεσμα του εμφυλίου πολέμου εκεί. Επιπλέον, η εμφάνιση του ISIS, που υπογραμμίστηκε κυρίως με την καταστροφική επίθεση στο τζαμί του Σινά, ανάγκασε τον αιγυπτιακό στρατό να κινητοποιηθεί.