Κίμων Θεοδώρου
Ἄμωμος ἀνάγνωσις
Ο ΚΙΝΗΤΟ χτύπησε στὸ ἀεροδρόμιο. Καλύτερα νὰ τὸ εἶχες κλειστό. Τέτοια λές, τέτοιο μαῦρο πρόβατο. Σοῦ ἔψαλαν τὰ μαντάτα. Ἀντὶ νὰ πάρεις τὸ ἀεροπλάνο γιὰ Νέα Ὑόρκη, βρέθηκες στὸ ΚΤΕΛ γιὰ Δράμα. Χάσατε τὸν μπαμπά. Ἂν ἡ πτήση εἶχε ἀπογειωθεῖ, δὲν θὰ γυρνοῦσες γιὰ τὴν κηδεία. Ἔτσι λές, γιὰ τὶς ἐντυπώσεις. Ἀλλά, φεῦ, πανανθρώπινο τὸ νὰ ἀποδίδεις τιμὲς στοὺς νεκρούς, σὲ ὅλες τὶς ἐποχὲς καὶ τὶς φυλές. Ὁ μπαμπὰς ἦταν πέντε μέρες στὸ νοσοκομεῖο, προβλήματα ἀναπνευστικά, τὸ γνώριζες, δὲν μπῆκες στὸν κόπο νὰ ἀνέβεις ἀπὸ τὴν Ἀθήνα νὰ τὸν δεῖς. Ἤσουν ἀπασχολημένος μὲ τὶς προετοιμασίες γιὰ τὸν Νέο Κόσμο. Ποῦ νὰ σοῦ περνοῦσε ἀπὸ τὸ μυαλὸ ὅτι θὰ ἔφευγε στὸν Ἄλλο Κόσμο. Κανεὶς δὲν πίστευε ὅτι θὰ πεθάνει. Δὲν εἶχε φτάσει κὰν στὰ ἑβδομῆντα, στὸ σόι φτάνουν στὰ ὀγδόντα. Μὲ τὸν κάθε Ἱπποκράτη βγάλε ἄκρη. Κλίνη, μάσκα ὀξυγόνου, ἐξοργιζόταν μὲ γιατροὺς καὶ νοσοκόμες, ἔλεγε θέλει…
Δείτε την αρχική δημοσίευση 682 επιπλέον λέξεις