Η μεγαλύτερη οργή κρύβεται στην σιωπή. Κάθεται σε μία πολυθρόνα έχοντας κλείσει τις βαριές κουρτίνες αφήνοντας έξω το καλοκαίρι. Σηκώνεται κάθε πρωί και καθώς χτενίζει με βία τα μαλλιά της βλέπει στην βούρτσα τις λευκές τρίχες, απόδειξη ότι χρόνο πολύ ακόμα δεν έχει να ορθωθεί ως πρέπει.
Φτιάχνει καφέ χτυπώντας καλά το καφεκούτι υπολογίζοντας την αυριανή δόση και ανάβει τσιγάρο κοιτώντας τον απέναντι τοίχο που πάνω του χιλιάδες φορές έχει οργανώσει την Τελευταία της Έξοδο. Διαβάζει εφημερίδες σφίγγοντας κάθε φορά το στόμα στις φασιστικές δηλώσεις των καταδικαστών της και κλείνει την χούφτα της σε γροθιά κάθε φορά που βλέπει σε φωτογραφίες τα γελαστά γλοιώδη πρόσωπα των δημίων της.
Βγαίνει στον δρόμο με τα προπέρσινα ρούχα της και σκύβει το κεφάλι κάθε φορά που βλέπει το είδωλό της στο τζάμι των βιτρινών μην αντέχοντας να αντικρίζει αυτή την κατάντια να περπατά σαν να μην συμβαίνει τίποτε. Αποφεύγει τους δρόμους που μπορεί…
Δείτε την αρχική δημοσίευση 199 επιπλέον λέξεις